- μελανθής
- μελανθής, -ές (Α)(ποιητ. λ.) αυτός που έχει μέλανα άνθη, δηλ. μαύρο χρώμα, μελαψός, μαυρειδερός («μελανθὲς ἡλιόκτυπον γένος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + -ανθής < (ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, χρυσ-ανθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελανθῆ — μελανθής colour) black neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μελανθής colour) black masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μελανθής colour) black masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανθᾶ — μελανθής colour) black neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) μελανθής colour) black masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανθές — μελανθής colour) black masc/fem voc sg μελανθής colour) black neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανθοῦς — μελανθής colour) black masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανθέως — μελανθής colour) black adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανθέα — μελανθέᾱ , μελανθέα fem nom/voc/acc dual μελανθέᾱ , μελανθέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μελανθής colour) black neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μελανθής colour) black masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελανθεῖσιν — μελαίνω blacken aor part pass masc/neut dat pl μελανθής colour) black masc/fem/neut dat pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)